Συνάντηση ΥΕΘΑ Ν. Δένδια με τον ΥΠΑΜ Κύπρου Β. Πάλμα και ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου «Η Αόρατη Συνωμοσία» στη Λεμεσό

Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Δένδιας, πραγματοποίησε σήμερα, Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025, επίσκεψη στην Κύπρο.

Ο κ. Δένδιας είχε κατ’ ιδίαν συνάντηση στη Λεμεσό με τον Υπουργό Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας Βασίλειο Πάλμα. Οι δύο Υπουργοί συζήτησαν για την αμυντική συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου και για τελευταίες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, με έμφαση στα ζητήματα ασφάλειας.

Ακολούθως, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας παρέστη στην παρουσίαση του βιβλίου του Ανδρέα Χατζηκυριάκου «Η Αόρατη Συνωμοσία», όπου απηύθυνε ομιλία, όπως και ο Πρόεδρος του Ινστιτούτου «Γλαύκος Κληρίδης» Χάρης Γεωργιάδης. Χαιρετισμό απηύθυνε ο Κύπριος Υπουργός Άμυνας.

Παρόντες ήταν επίσης ο πρώην Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης, ο Υπουργός Εργασίας Γιάννης Παναγιώτου, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως Μάριος Χαρτσιώτης και ο αναπληρωτής Κυβερνητικός Εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιάννης Αντωνίου.

Παρευρέθησαν επίσης οι βουλευτές Ευθύμιος Δίπλαρος, Νίκος Σύκας, Φωτεινή Τσιριδου, Πανίκος Λεωνίδου, Μαρίνος Σιζόπουλος, ο Δήμαρχος Λεμεσού Γιάννης Αρμεύτης, ο Πρέσβης της Ελλάδας Ιωάννης Παπαμελετίου, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς Αντιστράτηγος Γεώργιος Τζιτζικώστας, ο Διοικητής ΕΛΔΥΚ Συνταγματάρχης Αστέριος Δεσπούδης, εκπρόσωποι της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, δημοσιογράφοι, καθώς και πολίτες.

Στην ομιλία του, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας επεσήμανε τα ακόλουθα:

«Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε, κύριε Αναστασιάδη, αγαπητοί κύριοι Υπουργοί, αγαπητέ κύριε Πρέσβη της Ελληνικής Δημοκρατίας, αγαπητοί κύριοι Βουλευτές, κύριε Αρχηγέ της Εθνικής Φρουράς, κύριε Δήμαρχε, κυρίες και κύριοι,

Θα ξεκινήσω με μία εξομολόγηση την οποία όμως, έχω επαναλάβει ότι για εμένα είναι τεράστια χαρά κάθε φορά που βρίσκομαι στην Κύπρο.

Αισθάνομαι με έναν ιδιαίτερο τρόπο και με ενδιαφέρει πάρα πολύ, και σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνετε, να συμμετέχω στη ζωή της Κύπρου, όχι απλώς μόνο επισκεπτόμενος ως Υπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας και μένοντας στα στενά υπουργικά μου καθήκοντα.

Επίσης, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά για την τιμή που μου κάνετε να πω μερικά πράγματα για το βιβλίο σας. Το λέω αυτό διότι, εδώ και λίγα χρόνια, μερικοί φίλοι μου μάζεψαν διάφορα άρθρα που είχα γράψει και μερικές δημόσιες τοποθετήσεις μου και μου έβαλαν την ιδέα να εκδώσω κι εγώ ένα βιβλίο.

Επισκέφθηκα, λοιπόν, ένα σοβαρό εκδοτικό οίκο. Άρεσε πάρα πολύ στον εκδότη η ιδέα. Στο τέλος τη σταμάτησα. Θεώρησα ότι θα μπορούσαν να συναχθούν πολιτικά συμπεράσματα από το τι έλεγα, που δεν θα ήθελα σε εκείνη τη συγκυρία για τη χώρα.

Αλλά τι θυμάμαι; Θυμάμαι για να με κινητροδοτήσει λοιπόν ο εκδότης να βγάλουμε το βιβλίο, ότι μου έλεγε να κάνουμε μια μεγάλη τελετή παρουσίασης κτλ. Μου είπε όμως ένα πράγμα: «Δεν θα καλέσεις πολιτικούς». Και τον ρώτησα απορημένος: «Και γιατί;». «Γιατί», μου είπε, «παιδί μου» -μεγάλης ηλικίας άνθρωπος, είναι ακόμη- «οι πολιτικοί δεν μιλάνε για το βιβλίο και για το συγγραφέα. Για τον εαυτό τους μιλάνε πάντοτε».

Θα αποφύγω, λοιπόν, αυτή την πρόκληση και θα σας πω και κάτι ακόμα που είναι πάρα πολύ περίεργο. Δεν το είπα ούτε στον Βασίλη με τον οποίο συζητήσαμε, για ένα περιστατικό της ζωής μου που με οδήγησε στο να συναντηθώ με το γεγονός που περιγράφει το βιβλίο, τον θάνατο του Αμερικανού διπλωμάτη Ρότζερ Ντέιβις. Τότε, όταν πρωτοσυναντήθηκα με το γεγονός δεν εγνώριζα για το θάνατο της Αντουανέττας Βαρνάβα.

Το καλοκαίρι του ’74 ήμουν παιδάκι στις ΗΠΑ, σε ηλικία 14 ετών, φιλοξενούμενος τότε της Αμερικανικής Κυβέρνησης σε ένα πρόγραμμα που λεγόταν “Camp Rising Sun” και το οποίο είχε 18 παιδιά από 18 διαφορετικές χώρες του κόσμου που συναντιόντουσαν με 18 παιδιά από 18 πολιτείες των ΗΠΑ. Και γινόταν ένα γκρουπ που η Αμερικανική Κυβέρνηση θεωρούσε ενδιαφέρον.

Μας πήγαιναν σε διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ και στην Ουάσιγκτον. Μάλιστα, υπήρχε και ραντεβού συνάντησης με τον Πρόεδρο. Ο Πρόεδρος Νίξον είχε παραιτηθεί. Όμως, γιατί το λέω όλο αυτό; Υπήρχε επίσης επίσκεψη στο Στέιτ Ντηπέρτμεντ.

Την ημέρα που πήγαμε στο Στέιτ Ντηπάρτμενμτ η σημαία ήταν μεσίστια. Και ρώτησα, γιατί η σημαία είναι μεσίστια και μου είπαν ότι σκοτώθηκε στην Κύπρο ο Αμερικανός Πρέσβης. Το επανάφερα στη μνήμη μου πολλά χρόνια μετά όταν ο Βασίλης μου είπε -και μάλιστα μου κάνει εντύπωση για την έρευνά σας- ότι αναφέρετε το γεγονός στο βιβλίο ότι οι σημαίες ήταν μεσίστιες. Ο Πρόεδρος Φορντ, τότε, έδωσε εντολή οι σημαίες στα κυβερνητικά κτίρια κατά την κηδεία του Ρότζερ Ντέιβις να είναι μεσίστιες.

Έρχομαι τώρα στο βιβλίο. Το βιβλίο είναι απολαυστικό. Διαβάζεται εξαιρετικά ευχάριστα. Το είπα εισερχόμενος στον συγγραφέα, τον οποίο δεν είχα την τιμή και τη χαρά να γνωρίσω πριν. Είναι ένα βιβλίο που παρά τον βαρύ του χαρακτήρα, διαβάζεται ευχάριστα. Ο συγγραφέας έχει μια καλή πένα. Δεν είναι μόνο ότι γνωρίζει καλά τα γεγονότα, έχει δυνατότητα να τα αναπτύξει, έχει μια καλή πένα που βοηθάει τον αναγνώστη.

Και για να καταλάβει κανείς πόσο βοηθάει τον αναγνώστη, επιτρέψτε μου να σας πω ότι περιγράφει μια περίοδο που για τον Ελληνισμό είναι τραύμα. Δεν είναι εύκολο να διαβάσει κανείς ένα βιβλίο για το καλοκαίρι του ’74 στην Κύπρο. Πληγώνει το βιβλίο ή για να σας πω κάτι διαφορετικό: Μου πήρε πάρα πολλά χρόνια στη ζωή μου να μπορέσω να διαβάσω Ιστορία για τον πόλεμο στη Μικρά Ασία την περίοδο ’20-’22, δεν άντεχα. Δεν άντεχα. Άφηνα το βιβλίο στην μπάντα. Αυτό είναι ένα βιβλίο που παρά το πολύ βαρύ περιβάλλον, μπορεί κανείς να το διαβάσει και να έρθει σε επαφή με το κλίμα εκείνης της περιόδου.

Και πρέπει να πω για όσους, φαντάζομαι είμαστε οι περισσότεροι εδώ, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν το ζήσαμε. Το ξέρουμε αλλά δεν το ζήσαμε, όσοι μετέχουμε. Αυτό το κλίμα είναι αποκαλυπτικό.

Υπάρχει ένα κεντρικό γεγονός που αφορά το βιβλίο, τη δολοφονία του Αμερικανού Πρέσβη, μάλιστα με μια συγκυρία που φαίνεται απίστευτη. Το είδατε και πριν, στον διάδρομο του πρώτου ορόφου. Ενός πρέσβη, ο οποίος δεν κατεβαίνει στο θωρακισμένο δωμάτιο, όπως είναι ο κανονισμός ασφάλειας όταν οτιδήποτε, έστω και «ελαφρύ» γεγονός, συμβαίνει έξω από την πρεσβεία, μένει στον όροφο αλλά δεν είναι καθισμένος στο γραφείο του. Θα μπορούσε κανείς να υποθέτει πού βρίσκεται.

Βρίσκεται σε έναν διάδρομο ορόφου και όμως η σφαίρα βρίσκει και τον σκοτώνει. Και σκοτώνει την Αντουανέττα Βαρνάβα. Αυτό είναι το κεντρικό γεγονός. Ένα κεντρικό γεγονός για το οποίο ο δράστης δεν ξέρουμε ποιος είναι.

Κρατάω στην τελευταία σελίδα που αποτελεί και την καταληκτική παρατήρηση του συγγραφέα, νομίζω με νόημα. Στις 18 Αυγούστου του ’78, ένα μήνα μετά την ανακοίνωση ότι επανεξετάζεται η υπόθεση Ντέιβις, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στην Λευκωσία ρωτήθηκε αν υπήρξε εξέλιξη στο θέμα. Απήντησε: «Δεν έχω κάτι να πω επ’ αυτού». Είμαστε ακόμα σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, στο «δεν έχω κάτι να πω επ’ αυτού».

Βεβαίως το βιβλίο με διακριτικότητα εκφράζει υπόνοιες και σκέψεις. Δεν είναι ένα βιβλίο «κουφό» και «τυφλό» στο το τι κυκλοφορούσε τότε. Αλλά είναι ένα γεγονός από μόνο του, που μας ανοίγει ένα παράθυρο σε μια σκοτεινή ευρύτερη ατμόσφαιρα της εποχής. Και πρέπει να σας πω, για μένα είναι μια ατμόσφαιρα που μού δημιούργησε ερωτήματα, για να μην πω ίσως κι ένα μικρό σοκ.

Γιατί συγχρόνως με το γεγονός και όσα διαδραματίζονται γύρω από το γεγονός, συντελείται μια εθνική συμφορά: Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Και θα ανέμενε κανείς μακροσκοπικά ότι αμέσως αυτό το τραγικό γεγονός, παραλύει οποιαδήποτε εσωτερική αντίθεση ή οτιδήποτε άλλο και δημιουργεί μια αυτόματη ενιαία υπαρκτή και μονοδιάστατη συμπαράταξη για να αντιμετωπιστεί το μέγιστο τραγικό που επιτελείται.

Κι όμως, φαίνεται μέσα από το βιβλίο ότι αυτό δεν συνέβη. Ο Ελληνισμός συνέχισε να αναπαράγει, υπό το καθεστώς της τραγικής στιγμής, τις εσωτερικές του έριδες, τις αμφισβητήσεις του, τις τακτικές του. Δεν παρουσίασε ένα ενιαίο, σαφές, σταθερό, απολύτως μονοδιάστατο, ομογενοποιημένο μέτωπο, απέναντι σε αυτό που συνέβη.

Το βιβλίο, λοιπόν, σε βοηθάει να μπεις -όσο και αν αυτό είναι επώδυνο- στο πνεύμα μιας εποχής. Και να την κατανοήσεις με έναν τρόπο που ίσως σε ένα απλό ιστορικό εγχειρίδιο, δεν θα είναι απλό και δεν θα είναι κατανοητό έτσι. Δεν θα το διαβάσεις με αυτόν τον τρόπο.

Έχω πια εικόνα περίπου των περισσότερων βιβλίων που έχουν γραφεί για εκείνη την τραγική περίοδο. Πριν να έχω, οφείλω να πω, μια άλλη πολύ δυσάρεστη εμπειρία, όταν ο Πρόεδρος Αναστασιάδης (συμμετείχα ως υπουργός Εξωτερικών) διαπραγματεύθηκε το Κυπριακό στο υπόγειο, στη Γενεύη. Ακριβώς για να μπορώ να συμμετέχω με αξιοπρέπεια σε αυτή την τραγική διήμερη παρουσία, κάθισα και διάβασα σχεδόν οτιδήποτε έχει γραφεί για το Κυπριακό και για εκείνη την περίοδο. Σχεδόν οτιδήποτε. Διάβαζα ώρες ατέλειωτες.

Την ατμόσφαιρα που σου μεταφέρει αυτό το βιβλίο δεν την είχα. Δεν μου την έδωσε. Μου δόθηκε η γνώση, μου δόθηκε η θεώρηση, μου δόθηκαν γεγονότα. Μου δόθηκαν αλληλουχίες. Μου δόθηκαν πολιτικές. Δεν δόθηκε η ατμόσφαιρα που τότε υπήρχε στον Ελληνισμό, στην Λευκωσία, στην Κύπρο.

Υπό αυτήν την έννοια λοιπόν, αυτό το βιβλίο ενώ διαβάζεται με ενδιαφέρον για ένα κεντρικό γεγονός που περιγράφει μια δολοφονία, είναι ένα παράθυρο σε μια τραγική στιγμή, όμως σου επιτρέπει, όπως είναι πάντα απαραίτητο, να την κατανοήσεις. Να δεις του χαρακτήρες, ονόματα τα οποία τα γνωρίζουμε όλοι. Δεν υπάρχει λόγος να τα επαναλάβω, για εκείνη την εποχή. Είναι σαν μία διάσταση πέραν από τις τρεις συνήθεις, σαν μια τέταρτη διάσταση η οποία επιτρέπει να επαναπροσεγγίσουμε με την απόσταση του χρόνου και την ηρεμία της γραφίδας ενός καλού συγγραφέα, μια επώδυνη και θλιβερή εποχή.

Και σε αυτήν την προσπάθεια, ο συγγραφέας δεν χάνει την ανθρωπιά του. Αναφέρεται στην Άννα, την κόρη του Πρέσβη, η οποία σε μικρό χρονικό διάστημα δεν έχασε μόνο τον πατέρα της. Έχασε από καρκίνο τη μητέρα της.

Φαντάζεται κανείς πως ένα παιδί, μια κοπέλα περνάει από τη μία φάση της ζωής της στην άλλη και χρειάζεται να την πάρει ένα αεροπλάνο, να σταθεί σε μία Αεροπορική Βάση δίπλα στον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, να συνοδεύσει το φέρετρο του πατέρα, ήδη ορφανή από μάνα, να δεχθεί τη σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών, να μαζέψει ό,τι μπορεί από την οικογένεια και να συνεχίσει τη ζωή.

Το λέω αυτό γιατί ο συγγραφέας δεν αμελεί και αυτήν την πτυχή, την ανθρώπινη πτυχή. Όπως επίσης περιγράφει με τρόπο που νοιώθεις σχεδόν σαν να τον έχεις γνωρίσει, τον δολοφονηθέντα Πρέσβη, τον Ρότζερ Ντέιβις.

Με ευχαριστήσατε για την παρουσία μου. Θα μου επιτρέψετε και εγώ με τη σειρά μου να σας ευχαριστήσω θερμά για την ευκαιρία να διαβάσω το βιβλίο σας και να είμαι σήμερα εδώ στη Λεμεσό μαζί σας.

Ευχαριστώ πάρα πολύ».

17.6.2025