Δεν ήξερε τι να παίξει στα παιδιά, στην αγορά στο Λαύριο. Ήταν μεγάλος, με τιράντες και γυαλιά κι όλο φοβόταν το αύριο…
Τον καιρό των ευκαιριακών σουξέ και των κουρασμένων λέξεων σε ρυθμούς λαικομπαρόκ, που ανακατεύονται με έθνικ συνονθυλεύματα, ποπ υποκουλτούρα και την trap των αθλίων και σεξιστικών ελληνικών, διάλεξε ο Διονύσης να ανέβει στη «συννεφούλα» του και να πετάξει γι αλλού. Μα το έργο του, θα αντιφεγγίζει σα δυνατή φλόγα στης ελληνικής μουσικής τα μεγάλα αποθηκευτικά κελάρια.
Δεν υπήρξε ποτέ απλώς ένας τραγουδοποιός. Ήταν ο ραψωδός μιας εποχής που δεν φοβήθηκε να κοιταχτεί στον καθρέφτη της και να δει την ασκήμια μα και την ομορφιά της. Με έμπνευση που πότε θυμίζει πυρρίχιο και πότε μυρίζει μπαρούτι, με μελωδίες που πάτησαν στα αρχέγονα ρυθμικά σχήματα και ξεστράτισαν ως την ηλεκτρική αστική λύπη της δεκαετίας του ’70, έφτιαξε τραγούδια – μαντίλια που
σφούγγιζαν τον ιδρώτα, την οργή και την αγωνία της ελληνικής ψυχής.
«…Όλα τα υπάρχοντά μου
έχουν καεί σιγά-σιγά
όμως μέσα δεν αλλάζει
και σιγοβράζει μια φωτιά…»
Ένα από τα πολλά, βαθιά φορτισμένα κομμάτια του Σαββόπουλου που κουβαλάει ένα κλείσιμο του ματιού μέσα στη φθορά, μιλώντας για μια φωτιά που έκαψε όλα μας τα αποκτήματα μα δεν κατάφερε να εξαφανίσει εκείνη την άλλη φλόγα που καίει ακόμη μέσα μας, ασίγαστη.
Αναρωτιέμαι πολλές φορές τι θα μείνει από εκείνον αλλά και τους άλλους μεγάλους μας συνθέτες, στους νέους ανθρώπους που τον ακούν για πρώτη φορά.
Θα καταλάβουν άραγε γιατί έγραψε:
«…Σ αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπούνε, τρώνε βρώμικο ψωμί…»
Ίσως ναι. Γιατί το έργο του είναι φτιαγμένο με πρώτη ύλη την «ψυχή» αυτής της χώρας. Που αδούλωτη μένει ακόμη κι όταν είναι σκιαγμένη και γι αυτό υποταγμένη.
Κι όταν πια όλα μοιάζουν χαοτικά, παραδομένα στο τυχαίο ή το κυνικό, έρχεται ένας στίχος, ένα τραγούδι, σαν ειρωνική ευλογία, σαν το τελευταίο χαμόγελο ενός παιδιού που ενηλικιώνεται ξαφνικά και βάναυσα.
Ο «Νιόνιος». Άλλοτε ως παραμυθάς, άλλοτε σαν ελαφρώς μελαγχολικός προφήτης κι άλλοτε, ως εριστικός επικριτής των πάντων. Κι όμως, με έναν τρόπο αδιόρατα οικείο, μπήκε στις καρδιές ενός λαού που διψούσε για μια αληθινή αφήγηση πόνου μα και ελπίδας. Και έμεινε εκεί.
Η Σάμος και η γνωριμία
Τον είχα γνωρίσει από κοντά, λίγα λεπτά πριν από μια συναυλία του στη Σάμο. Ζωσμένος με την αύρα του εμπνευσμένου και την αλαζονεία του επιτυχημένου, περίμενε να με «λιανίσει» με την πρώτη πιθανή μου αστοχία σε ερώτηση της συνέντευξης. Δεν του έδωσα τέτοια ευκαιρία και πολύ το χάρηκε.
«Ανοίχτηκε» εύκολα όταν κατάλαβε πως σεβόμουν το έργο του, μα δεν τον φοβόμουν. Η σκηνή στηνόταν, το ηλιοβασίλεμα έβαφε με τα πορτοκαλιά του χρώματα το βορειοαιγαιοπελαγίτικο τοπίο κι εκείνος, απλός, σα «μύστης» στα λευκά του ρούχα, ξεχώρισε ανάμεσα στους μουσικούς και τους τεχνικούς ένα παιδί από το συνεργείο που προσπαθούσε να συνδέσει τα καλώδια των προβολέων. Του φώναξε:
«Μη βιάζεσαι. Το φως θα έρθει μόνο του». Τότε κατάλαβα. Δεν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει. Ζούσε «μέσα» στο τραγούδι…
«Αχαρνής»: Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια
Αν υπάρχει ένα έργο του που με συγκλόνισε βαθιά, αυτό ήταν οι Αχαρνής. Τους πρωτάκουσα από παλιά κασέτα, κρυμμένη στα αποκτήματα της βιβλιοθήκης του πατέρα μου. Ήμουν σε μια ηλικία που δεν ήξερα ακόμη πώς να τιθασεύσω το θυμό και την ελπίδα της γενιάς μου. Και αντήχησε μέσα μου εκείνη η άγρια μουσική με λαϊκά όργανα, λύρες, τύμπανα και εκπληκτικές φωνές των ερμηνευτών για με διδάξει ότι η σάτιρα είναι σοβαρή υπόθεση. Ιερή και πολύτιμη καθώς ξεσκεπάζει όλα εκείνα πουλαχταρά κανείς να πετάξει στη φωτιά:
«…μούσα καρβουναρού, θράκα μου πυρωμένη
σπιθίτσα φουντωμένη μ’ αναπνοές τρελού…»
Η Παρακαταθήκη
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν ήταν ποτέ «εύκολος». Ήξερε όμως να αφουγκράζεται τις ανάσες της εποχής του και να τις μετουσιώνει σε δημιουργία. Κι αν κάποιες εποχές μπερδεύτηκε, έμεινε πιστός στο τραύμα του. Η ασημαντότητα του θανάτου δεν τον έσβησε, καθώς παραμένει ο λυρικός ψίθυρος του αύριο μέσα στο σκοτάδι. Κι είναι εκείνη η παύση της προσμονής πριν κάτι νέο αρχίσει. Είναι η απάντηση σε όσα δεν ξέρουμε να ρωτήσουμε. Και είναι, πάνω απ’ όλα, ένας από εμάς. Ένας που τόλμησε να ψάξει διακαώς «ποιος» είναι.
Γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου
23.11.20025