(Στη μνήμη των δύο δεκαεξάχρονων παιδιών, Κλαίρης και Άρη, που χάθηκαν στον καταστροφικό σεισμό της Σάμου_30 Οκτώβρη 2020)
Το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά. Ήταν για πρώτη φορά στη ζωή της, ερωτευμένη. Στα δεκαέξι, ο έρωτας είναι καταχνιά, αντάρα, φως στο σκοτεινό κυκλάκι της ίριδας, λουλούδια στα μαλλιά, φτερά στα πόδια, πεταλούδες με πλουμιστά φτερά που χοροπηδούν στο στομάχι. Είναι χαμόγελα δίχως λόγο, ονειροπόληση με το βλέμμα να ξεχύνεται από το ανοιχτό παράθυρο και να παγιδεύεται στο λάγνο φως του πρωϊνού που χρυσαφώνει το λιμένα Βαθέος, τραγούδια που αστραποβολούν στου μυαλού τις κυψελίδες, αφηρημάδα την ώρα των μαθηματικών κι ώρες ατέλειωτες το πρωί μπροστά στον καθρέφτη, με περισσή σπουδή να στρώσει το μαλλί…
Την αγαπούσαν, το ένοιωθε από μωρό. Σα ζεστή κι απαλή κουβερτούλα στους μικρούς της ώμους, η αγάπη των γονιών της τη ζέσταινε, χωρίς να τη βαραίνει. Κι η πεισματάρα μικρή της αδερφή, με αγάπη την μιμούνταν σε όλες της τις συμπεριφορές και της ζητούσε πότε το ένα και πότε το άλλο. «Δώσε μου το μπλουζάκι αυτό, να το βάλω… Έλα, δώστο μου. Μόνο για μια φορά. Υπόσχομαι να μη το λερώσω. Δώστο μου!» Λογάκια απαιτητικά μα τρυφερά, που έκρυβαν από κάτω τη φράση «θέλω να σου μοιάσω αδερφούλα μου, σ’ αγαπώ…»
Είχε στη μικρή ζωή της, μπόλικη αγάπη. Μα… τούτη, η πρωτοεφηβική, κάτι άλλο ήταν. Μια γλυκιά φωτιά, μια κούπα ζεστής σοκολάτας που τη σιγόκαιγε εσωτερικά, κατακλύζοντας όλη της την ύπαρξη. Τα γόνατά της που τρεμούλιαζαν σα κρεμ καραμελέ, μόλις «εκείνος» την κοίταζε.
Της το είχε πει. Της είχε ζητήσει να είναι «το κορίτσι του». Το μεσημέρι, στο σχόλασμα, θα διάβαιναν και πάλι μαζί, χεράκι-χεράκι, από εκείνο το αγαπημένο στενοσόκκακο του Βαθιού. Να πουν τα δικά τους, να κοιταχτούν στα μάτια, να ονειρευτούν το κοινό μέλλον που ανοιγόταν μπροστά τους ολόδροσο και φωτεινό, σαν τα νιάτα τους.
Το τοπίο σαν το χρόνο, έμενε ακίνητο σαν ήταν μαζί. Έτρεχαν τα σπίτια, οι ώρες των μαθημάτων, οι στιγμές στο σπίτι. Παίζανε κρυφτό τα δέντρα με τις σκιές, σαν τους συμμαθητές στον αυλόγυρο του σχολείου. Η μυρωδιά του όψιμου καλοκαιριού στριμωχνόταν να χωρέσει από το μικρό άνοιγμα των παραθύρων. Κι εκείνη ήθελε να χορτάσει εικόνες, να δει το τρεχαλητό του μέλλοντος που όλο ερχόταν καταπάνω τους κι όλο ξεμάκραινε, σα σκύλος που τον κυνηγούσαν.
Παίζανε με την αγάπη, όπως τα παιδάκια στην παραλία παίζουν με τα βότσαλα, τα στοιβάζουν σε αυτοσχέδια «φράγματα» προσδοκώντας να ανακόψουν τη ροή του κύματος… Μόνο που αυτό, πάντα καταφέρνει να γκρεμίζει όνειρα, περίτεχνα κάστρα που χτίζονται με κόπο στην απατηλή αμμουδιά και βοτσαλωτά αναχώματα από λέξεις και σκέψεις, σκορπίζοντάς τες ένα γύρω…
Κοιτούσαν χέρι-χέρι το κυνηγητό των χρωμάτων και των σχημάτων στον ουρανό του Βαθιού. Τους κορμούς των δέντρων που έτειναν τα κλαριά στον ουρανό σα να κυνηγούσαν να πιάσουν τα πουλιά, τα σπιτάκια που φαίνονταν σα να κατρακυλούσαν πάνω από το λιμάνι.
«Θα σχολάσουμε νωρίτερα σήμερα…» της ψιθύρισε. Εκείνη του χαμογέλασε, με τα πανέμορφα μάτια της να τον κοιτούν με εμπιστοσύνη, κάτω από τα γυαλιά. Ένοιωσε σημαντικός. «Μεγάλος». Ήξερε να κρατά κοντά του τους ανθρώπους που αγαπούσε, αφοσιωνόταν σε αυτούς και νοιαζόταν πραγματικά. Δεν ήξερε ακόμη πως, μα ήταν σίγουρος πως με κάποιο τρόπο, θα τους προστάτευε. Του το έλεγαν και στην ομάδα, του το έλεγαν και στην τάξη: «Ο Άρης είναι δύναμη…»
Μπα, δυνατός δεν ήταν. Μα, έσφιγγε τα δόντια και έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Όχι μόνο δεν έλεγε, αλλά δεν μπορούσε καν να σκέφτεται τη φράση «…δε μπορώ». Ο μικρός του αδερφός, του έλεγε περιπαικτικά πως μια μέρα θα μεταμορφωνόταν σε… σούπερ ήρωα. «Κι άντε τώρα να του πεις», σκεφτόταν, «πως ήρωες δεν υπάρχουν. Μόνο άνθρωποι που ακόμη κι αν φοβούνται, κάνουν το φόβο τους πέπλο ζεστό και σκεπάζουν τους άλλους…»
Τα δυο τους, στο δρόμο προς το σπίτι, σταμάτησαν στο μικρό στενό, κοντά στο σχολείο. Στο μεγάλο δρόμο ξεχυνόταν ο κόσμος από τις ανοιχτές πόρτες, γέλια, φωνές, συζητήσεις, ποδοβολητά.
Στο αγκάλιασμά τους, ένα γερό τράνταγμα τα έριξε κάτω. Κι ύστερα κι άλλο κι άλλο… Βιτρίνες έσπαζαν, άνθρωποι στρίγκλιζαν, τρέχανε αλλοπαρμένοι, φωνές αγωνίας, ουρλιαχτά, κατάρες, προσευχές. Ο γαιοσείστης χτυπούσε αλύπητα.
«Αγκαλιά. Η αγκαλιά μου είναι άτρωτη.» Ενστικτωδώς έγειρε πάνω της, τη σκέπασε με την αγάπη του, της έβαλε ασπίδα το κορμί του. Της έκρυψε το προσωπάκι στον τρυφερό του ώμο, της σκέπασε τα μάτια , την πήρε από το βουητό του τρόμου και τις στριγκλιές, τις κραυγές απόγνωσης. Την πήρε από τις πέτρες που τους καταπλάκωναν, από το κύμα που βαρύ και βουερό ξεσπούσε, κουβαλώντας στο μαύρο του αφρό καφάσια, ζαρντινιέρες, σπασμένες προθήκες, ως κι αυτοκίνητα που κλωθογυρνούσαν ακυβέρνητα.
Την ώρα που μια λέξη, μια ύστατη λέξη πήγε να της πει, τους βούτηξε χαιρέκακα στην κρύα του αγκαλιά, το σκοτάδι. Πυκνό, απόκοσμο, κυριαρχικό, ακατάληπτο. Ρούφηξε ο σκοτεινός Άδης τα 16 τους χρόνια, τα όνειρα, το όμορφό τους αύριο. Βύθισε δια βίου στο πένθος, τους γεννήτορές τους. Μαυροφόρεσε ένα ολάκερο νησί και γέμισε δάκρυα, χιλιάδες μάτια.
Ήταν 30 Οκτώβρη του 2020. Θα μπορούσε να ήταν κι αυτή, η τελευταία του Οκτώβρη μέρα στη Σάμο, μια, σαν όλες τις άλλες…
Μα… ΔΕΝ ΗΤΑΝ!
30.10.2023