Το λαχείο

Απο τότε ,που θυμάμαι τη ζωή μου , ο μπαμπάς μου έπαιζε Λαικό.
Το αγόραζε μες στην εβδομάδα ,απο τον ίδιο ,πάντα ,λαχειοπώλη και τη Δευτέρα , στο καφενείο ,το πρωί ,πριν πιάσει δουλειά ,έβλεπε τον κατάλογο ,αν κέρδισε…
Εκείνη τη Δευτέρα ,πριν τα Χριστούγεννα του ’70 ,το μεσημέρι, μπήκε στο σπίτι και τα μουστάκια του γελούσαν!!
-Τι έγινε ; . ήπιες ,Δημοσθένη κι ήρθες με τα γέλια μεσημεριάτικα ;
ρώτησε η μαμά μου ,επειδή ήξερε και μου το είχε πει κι εμένα, ότι ,αν πιει κανα δυό ,έρχεται γελαστός ….
“Βάλε ,να φάμε και θα σε πω!! δεν ήπια!! κέρδισα 700 φράγκα στο Λαικό!!καλά δεν είναι ;
“Mα ,και τι καλά!!!! είπε μαμά..
Μπερεκέτ* , δε λες; θα πάρουμε και τίποτε στο σπίτι ,άμα φτάσουν τα λεφτά!!”
“Ακου να σε πω ,πως έγινε”…. άρχισε να λέει ο μπαμπάς και εμείς με τον αδελφό μου ,άφωνοι, ν΄ακούσουμε…
“Ηρθε το πρωί ο λαχειοπώλης ,βλέπω τον κατάλογο ,όσο έπινα καφέ και το λαχείο ,…………ούτε στον λήγοντα…
Το τσαλάκωσα και περνώντας απέναντι,να πιάσω δουλειά,το έριξα σε μια στοίβα σκουπίδια βρεγμένα .
Μετά από ώρα , ακούω να με φωνάζει ο λαχειοπώλης,” βρε Δημοσθένη,πού εισαι!!!! το λαχείο σου κέρδισε. Ελα να σε δώσω τα λεφτά”
“Τι λες ,βρε τον λέω,εγώ το πέταξα έξω στα νερά ,στα σκουπίδια μέσα..
Τώρα,άμα σκούπισαν το δρόμο ,πάει!! “
Και βγαίνω κατευθείαν και πάω κει που τοριξα..
Ηταν, μες στη λάσπη ..
Το παίρνω,πάω μέσα στο γραφείο , στ΄αφεντικά ,το πλέναμε και τοβαλα στη σόμπα να στεγνώσει”..
Το μεσημέρι ,πριν σχολάσω ,ήρθε πάλι, του τόδειξα και μ ΄έδωσε τα 7 κατοστάρικα!!” Ναι!!!!!!!
Τόσα χρόνια παίζω , μον΄με τις ψείρες μας ήμουνα πάντα και φράγκο τίποτε.”
Μια χαρά που κάναμε!!Κι ήταν τόση και πρωτόγνωρη!!!
Το βράδυ ,που σχόλασε απ τη δουλειά ,ήρθε στο σπίτι φορτωμένος και μας είπε να βγούμε να βοηθήσουμε ..
Ενα ντιβάνι σιδερένιο καινούριο ,ένα ζευγάρι πασουμάκια στη μαμά , ενα χριστουγεννιάτικο δέντρο και μερικά κουτιά με στολίδια.
Αλλαξε το σπιτάκι μας, αμέσως !!! Σαν , η 25ρα λάμπα του,νάγινε 100στάρα και μάλιστα φθορίου,απο τη χαρά μας!!
Την άλλη μέρα , βάλαμε μπρος και στολίσαμε το δεντράκι.
Μπάλλες χρωματιστές, καμπανούλες ,αράχνη στα κλαδιά απο μια ζελατινένια σακκουλιτσα και ανοιγμένο βαμβάκι στα κλαδιά του να δείχνει χιονισμένο, φωτάκια και στο τέλος πάνω πάνω και μια ασημί κορυφή !!
Ωραίο!!!!
Το βάλαμε μέσα στο σαλονάκι ,πάνω σε καρέκλα ,να φαίνεται καλά!!
Ολη μέρα, περίμενα να σκοτεινιάσει ,να βάλω την πρίζα ,ν΄αναβοσβήνουν τα λαμπάκια του και να το χαζεύω όσο ‘αντεχα ,γιατί, εκεί είχε κρύο ,μια κι η σόμπα μας ήταν στην κουζίνα ,μόνο!
Στο δωμάτιο αυτό ,που τολεγαν σαλονάκι ,ήταν και το ψυγείο όμως ,αφού εκείνο τον καιρό ,δεν είχαν τα ντουλάπια της κουζίνας ,το κενό ,που πολύ αργότερα έγινε ,για να χωράει.
Ετσι, ένα απο τα επόμενα βράδια ,που ο μπαμπάς ήρθε απο τη δουλειά και θα καθόταν να φάει,η μαμά μου είπε..
” Αντε μέσα και φέρε απο το ψυγείο, το σαγανάκι το μεγάλο ,που έχει τη φασολάδα τη περίσσεια ,να τη ζεστάνω να φάει ο μπαμπάς κι ελα γρήγορα…”
Ανοιξα την πόρτα εγώ ,μπήκα στο δωμάτιο ,δεν άναψα το φως και με ό,τι έφεγγαν τα λαμπάκια, για να το ευχαριστιέμαι εκείνο που ομόρφαινε τόσο πολύ και τόσο χρωματιστά ,τον χώρο, πήγα στο ψυγείο.
Πήρα, με τα δυο χέρια το σκεύος και με τον αγκώνα μου έσπρωξα την πόρτα του, να κλείσει.
“Αντε!! ακόμη; φώναξε η μαμά.. ” τι κάνεις δέκα ώρες!! “
Στη βιασύνη μου να πάω πίσω στην κουζίνα , έγειρε
το σαχανάκι και μπλάφ ,πάνω στο ντιβάνι -έπιπλο ,που ήταν δίπλα!!!!
Φαρμακώθηκα……
Με όση απόμεινε φασολάδα , πήγα σα βρεγμένη γάτα και είπα , ” “έριξα το φαί ,στο ντιβάνι το καλό!!!!”
“Αχ, να σε παρ΄ευχή , είπε η μαμά “και σε ειπα ,άναψε το φως και κάνε γρήγορα”
Εσύ ; χάζευες πάλι ,το δέντρο ; Τώρα ,τι θα κάνω στο μπαμπά να φάει ; και πως θα το καθαρίσω ,μανούλα μ΄, απ τη λαδιά!!!!!! “
Εγώ , τσιμουδιά……
Ο μπαμπάς έφαγε ομελέτα και εγώ πίσω απ τη μαμά αμίλητη,να βλέπω ,πως με τη σαπουνάδα σε λεκανίτσα,προσπαθούσε να καθαρίσει ό,τι προκάλεσε ,η απροσεξία μου.
Μετά απο μέρες στέγνωσε ,αλλά το “αλώνι “της λαδιάς έμεινε ώσπου το ντιβάνι αντικαταστάθηκε αργότερα ,απο ένα μπαουλοντίβανο.
Ηταν αγορασμένο, με τα έπιπλα ,τα πρώτα ,του σπιτιού, χωρίς πλάτη ,με δαμάσκο ύφασμα καλυμμένο ,πάνω σε λουστραρισμένο ξύλο, με λοξά χοντρά πόδια και με ελατήρια κάτω από το κάθισμα του!!
Στην μια άκρη του είχε ένα κυλινδρικό σκληρό μαξιλάρι με κουμπιά στη κάθε του μεριά και πάνω του μαξιλάρια κεντημένα ,της προίκας της μαμάς ,σε άσπρη και μαύρη εταμίνα ,σταυροβελονιά και βαλμένα έτσι ώστε να ακουμπάνε μισά στο τοίχο και μισά στο ντιβάνι .
Μετά τη ζημιά , ένα απο τα τρία κάλυπτε τον μεγάλο λεκε ,για να μη φαίνεται άσχημα…
Δεν με μάλωσαν οι γονείς μου γι αυτό ,ακόμη απορώ το γιατί…
και γελάω πολύ στη θύμηση της ζημιάς και της σαστιμάρας μου !!
Ηταν καιροί ,τότε ,τέτοιοι ,που χαιρόμασταν ,με απίστευτα, για σημερινά αυτιά, πράγματα , έλαμπαν τα παιδικά μάτια ,σα τα φωτάκια του δέντρου και έβλεπαν όμορφα κι εκείνα, που ίσως δεν ήταν….
Αίσθηση ευτυχίας ,μεγάλη!!
Ίσως, αυτό, να τονιωθαν κι οι γονείς μου και γλύτωσα την κατσάδα.
Τελικά, στα μεγάλα τωρινά χρόνια ,το συμπέρασμα μου είναι ,ότι αρκεί να MΠΟΡΕΙ να νιώθει ευτυχισμένος κανείς , με ό,τι του φουσκώνει, ενθουσιαστικά στην ψυχή ,ακόμη και με κάτι παραμικρό …ή… ευτελές ,για οποιονδήποτε αλλο!
* μπερεκέτ : αφθονία,καλό , ευλογία
Δ. Καρακατσάνη
Απο το βιβλίο μου ” Τα Καβαλιώτικα ,μικρά μου χρόνια”
Εκδόσεις Αγγελάκη
12.12.2023