Ξεκινώ τον περιληπτικό μου σχολιασμό για την πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή διηγημάτων της Νούλης Τσαγκαράκη υπό τον τίτλο «Σε πρώτο πρόσωπο» με υπότιτλο «Μονόλογοι» και το εξώφυλλο του βιβλίου. Αμέσως καταλαβαίνουμε τι θα διαβάσουμε, είναι ξεκάθαρο από τον τίτλο πως πρόκειται για ανθολογία προσωπικών αφηγήσεων, εξομολογήσεις κατά πρόσωπο, καταθέσεις καταστάσεων και ψυχής…
Το μαύρο εξώφυλλο, με χαραγμένο ένα προφίλ προσώπου και λιγοστές
αχτίνες φωτός, θολές που όμως κόβουν το μαύρο τόσο όσο…, μας προϊδεάζει πως κάποια σκοτάδια πρέπει να φωτιστούν… ή θα φωτιστούν θέλοντας και μη…
Και η συλλογή των 43 αφηγήσεων ξεκινά με το διήγημα «Τ’ ανείπωτα». Σίγουρα δεν είναι τυχαίο που αυτός είναι ο πρώτος μονόλογος. Μας βάζει αμέσως σε μία εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη: Στην προειδοποίηση μιας ολοκληρωτικής καταστροφής και στο βέβαιο θάνατο όλων εντός μερικών λεπτών. Στη σύντομη αναδρομή της ζωής του, ο αφηγητής αναγκάζεται να αποδεχθεί ό,τι δεν ήθελε να παραδεχτεί όλη του τη ζωή, ξεκαθαρίζει απρόσμενα τα συναισθήματά του, εξομολογείται όλα «τα ανείπωτα» που κρατούσε πολύ βαθιά μέσα του αλαφρώνοντας την ψυχή του και λίγα λεπτά πριν το οριστικό τέλος, κυριολεκτικά στο παρά ‘5, διαπιστώνει πως «Μόνο η αγάπη μετράει τελικά»…
Ακολουθεί μια πλειάδα αφηγήσεων προσωπικών ιστοριών με ευφάνταστες εναλλαγές και θεματολογία… Κάθε διήγημα και μια νέα ιστορία, μια νέα συνθήκη σε άλλο πλαίσιο. Κάποια αντίθετα μεταξύ τους, παρόμοιο δηλαδή σκηνικό ιδωμένο όμως από άλλη πλευρά, από διαφορετικό άνθρωπο. Κάποιες αφηγήσεις είναι γυναικών, άλλες ανδρών! Άλλα είναι σύντομα και άλλα μεγαλύτερα. Όλα κείμενα με βάθος, με συναίσθημα, με κοινωνική κριτική, με πόνο, με ψυχικό ξεγύμνωμα, με μια ξεχωριστή ειλικρίνεια, ανθρωπιά και ενσυναίσθηση. Κάποια είναι χιουμοριστικά και κάποια σε κάνουν να συγκινηθείς και να δακρύσεις. Κάποια αφορούν σύγχρονες και επίκαιρες καταστάσεις και θέματα όπως η τεχνολογία, η καραντίνα, η «δηθενιά»… Και άλλα
αφορούν διαχρονικά θέματα που απασχολούν επίμονα και επιτακτικά τον σύγχρονο άνθρωπο όπως η μοναξιά, η αποξένωση, η μετανάστευση, η βία, η κακοποίηση, αλλά και η φιλία, η συμπόνια, η αγάπη, ο έρωτας… Όλα καταλήγοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο συμπέρασμα της ανάγκης για αποδοχή και για νοιάξιμο. Του εαυτού και του άλλου.
Για παράδειγμα, στο διήγημα με τίτλο «Τα παπούτσια» όπου η πρωταγωνίστρια -ένα μικρό φτωχό κοριτσάκι- υπερασπίστηκε μια συγκεκριμένη επιλογή της παρά τις δυσάρεστες επιπτώσεις που είχε πάνω της, μεγάλη πια αναπολεί το γεγονός λέγοντας: «Κι αν διηγούμαι σήμερα αυτήν την ιστορία, είναι για να φροντίσετε να έχετε στο σπίτι κάτι πολύτιμο να σας περιμένει. Μπορεί να σας ματώσει κάποιες φορές, όταν πάτε να το στριμώξετε εκεί που δεν χωρά, μα αν το αφήσετε να είναι ο εαυτός του μόνο χαρές θα σας δώσει για όσο…, ή για πάντα. Κι αν πάλι αναρωτιέστε πως θα αναγνωρίσετε αυτό το πολύτιμο, η απάντηση είναι εύκολη. Όταν κλείσετε με κερί τ’ αφτιά σας κι αντί για το τραγούδι των σειρήνων, ακούσετε εκείνο της καρδιάς σας.»
Αξίζει εδώ να σημειώσω, παρά του γεγονότος ότι δεν θα κάνει εντύπωση σε όσους έχουν διαβάσει τα παλαιότερα έργα της συγγραφέως, πως όλα τα κείμενα είναι γραμμένα με απαράμιλλη λογοτεχνική μαεστρία και γλωσσολογική δεξιοτεχνία και αποτελούν συμπυκνωμένες νουβέλες με ξεκάθαρους χαρακτήρες ανθρώπων που νοιώθεις πως γνωρίζεις άμεσα. Σίγουρα είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς παρά του εμφανούς χαρίσματος της κας Τσαγκαράκη στη γραφή. Η μικρή φόρμα του διηγήματος, παρόλο που πολλοί τη θεωρούν εύκολο είδος, έχει την πολλή μεγάλη δυσκολία να πρέπει να κερδίσει τον αναγνώστη γρήγορα κεντρίζοντας το ενδιαφέρον και την προσοχή του. Και φυσικά να διηγηθεί ότι θέλει να πει συμπυκνωμένα, αφήνοντας στον αναγνώστη να φανταστεί τις λεπτομέρειες και ίσως και την συνέχεια…
Σε κάθε μονόλογο της συλλογής λοιπόν ξεδιπλώνεται σύντομα ένας καινούργιος κόσμος, μια διαφορετική κατάσταση, σε όλα όμως ενυπάρχει ένα καμουφλαρισμένο αγκαθάκι που ξύνει κάποια κρυμμένη
πληγή του αφηγητή. Κάτι θαμμένο ή ξεχασμένο στην «καταπακτή», όπως γράφει η συγγραφέας μας, της ψυχής τους. Το προφίλ κάθε αφηγητή κάθε διηγήματος είναι διαφορετικό, έχει άλλη ηλικία, ζει σε άλλο περιβάλλον, έχει άλλο μορφωτικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά με σχεδόν μαγικό τρόπο όλοι αφορούν όλους μας, αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας ή τον περίγυρό μας μέσα από τις διηγήσεις τους. Είναι ξεκάθαρο πως ο στόχος της συγγραφέως δεν είναι απλά να διηγηθεί ιστορίες ανθρώπων που έχουν κάποιο ενδιαφέρον ή για να μας διασκεδάσει με αυτές, αλλά για να μας φέρει σε επαφή με τα απωθημένα μας -εμάς των αναγνωστών- τις ελλείψεις μας και τις παραβλέψεις μας. Από αυτήν την άποψη, θα έλεγα πως η συλλογή αποτελεί, εκτός από λογοτεχνικό έργο, εγχειρίδιο αυτοβελτίωσης. Μέσα από την κάθε ιστορία μας δίνεται η αφορμή να κοιτάξουμε μέσα μας και ίσως (μακάρι θα πω εγώ) καταλάβουμε τι τελικά έχει αξία και τι πρέπει να διορθώσουμε όσο είναι ακόμη καιρός.
Ο τελευταίος μονόλογος λέγεται, όχι και πάλι τυχαία θεωρώ, «Φινάλε». Όπως η τελευταία σκηνή μιας παράστασης, μιας ταινίας, μιας ζωής. Θεατρικά γραμμένοι άλλωστε οι μονόλογοι, η έξοδος, «το φινάλε», πρέπει να αφήσει την τελευταία εντύπωση. Λέει λοιπόν η αφηγήτρια του μονολόγου: «Σκηνή-σκηνή πλάθεται το θεατρικό έργο, σκηνή-σκηνή κεντιέται κι ο καμβάς που αποτυπώνει τις αφανείς, βιωματικές μας ιστορίες. Ταυτόσημες, αλλά τόσο διαφορετικές συγχρόνως! Λένε πως ο κόσμος μοιάζει με θέατρο, εγώ διαφωνώ. Το σανίδι είναι ζόρικο πράγμα, μια διαρκής έκθεση χωρίς τίποτα να μπορεί να κρυφτεί, να διαφύγει. Πού ν’ αντέξει ο άνθρωπος μια τέτοια κατάσταση ολόκληρη ζωή! Ευτυχώς για μας, λειτουργούμε κινηματογραφικά, και διασωζόμαστε χάρη στην ευεργετική διαδικασία του μοντάζ. Όπως στο σινεμά ξεφορτώνονται δεκάδες μέτρα φιλμ, έτσι κι εμείς ξαλαφρώνουμε από τα βάρη που κουβαλάμε, διαγράφοντας, ανασκευάζοντας, χρωματίζοντας, παραχαράσσοντας την πραγματικότητα όταν δεν την αντέχουμε, κι ανακουφισμένοι, καταφέρνουμε να συνεχίζουμε….»
Στις μέρες μας λοιπόν, μέρες απογείωσης των τεχνολογιών και των εξελίξεων που αυτές έχουν φέρει και θα συνεχίσουν να επιφέρουν στην
ζωή μας, με τη βία να μαστίζει την κοινωνία μας, την παγκοσμιοποίηση και τις παγκόσμιες αλλαγές και ανακατατάξεις, το να μην ξεχνάμε πως είμαστε άνθρωποι και πως «πρέπει» να είμαστε κυρίως «άνθρωποι» κάνει επιτακτική την ανάγκη να στραφούμε στο μέσα μας. Χωρίς μοντάζ! Και μετά στους γύρω μας. Και το διάβασμα της λογοτεχνίας προκαλεί ακριβώς αυτό. Διαβάζοντας ερχόμαστε σε επαφή με τα συναισθήματά μας, ταυτιζόμαστε ή όχι με τους χαρακτήρες των ηρώων των βιβλίων και ασυνείδητα κάνουμε τα ξεκαθαρίσματά μας, βλέπουμε το κομμένο και ραμμένο φιλμ της ζωής μας.
Κείμενα -σαν αυτά της Νούλης Τσαγκαράκη που είναι στοχευμένα προς σ’ αυτήν την κατεύθυνση- καθιστούν το έργο της ενδοσκόπησης κάπως πιο εύκολο… Σίγουρα θέλει κότσια για να κάνει κάποιος την αυτοκριτική του, να αναγνωρίσει τις ελλείψεις και τις ψευδαισθήσεις του, αλλά αργά ή γρήγορα δεν γλιτώνει κανείς μας.
Σας παροτρύνω λοιπόν να αποκτήσετε το βιβλίο «Σε πρώτο πρόσωπο» της Νούλης Τσαγκαράκη και διαβάζοντας το να γελάσετε, να κλάψετε, να προβληματιστείτε, αλλά κυρίως -μέσα από τις ιστορίες της- να δείτε τον εαυτό σας.
Την κριτική γράφει η Χριστίνα Γιαννέτου
Υπεύθυνη βιβλιοθήκης δήμου Διονύσου