ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ» ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ ΜΠΑΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΛΕΤΑ

Η ποίηση της Ελένης Μπάλιου δεν είναι απλώς ένα σύνολο
λεκτικών κατασκευών. Είναι ψυχική αρχιτεκτονική, στηριγμένη στα
ερείπια μιας εποχής που ζητά –με αγωνία και σιωπή– την
αποκατάσταση της ευθύνης. «Τα Κόκκινα Φεγγάρια» δεν είναι
απλώς ποιήματα. Είναι κραυγές στον νυχτερινό ουρανό, επιτύμβια
επιγράμματα για την εγκαταλελειμμένη ανθρώπινη αξιοπρέπεια, και
ταυτόχρονα νυχτερινά νανουρίσματα για την ψυχή του παιδιού που
ακόμα ελπίζει.
Αναγνώστης του έργου δεν γίνεται όποιος διαβάζει˙ γίνεται όποιος
αισθάνεται. Κι αν το βιβλίο ανοίγει με τοποθέτηση της θεατρικής
σκηνής, δεν είναι τυχαίο: η Μπάλιου στήνει ένα παγκόσμιο δράμα
με έναν μόνο, καθοριστικό θεατή – το «κουρελιασμένο παιδί» της
συνείδησης.


Η προσωπικότητα της ποιήτριας αναδύεται μέσα από τα ποιήματα
όπως αναδύεται ο καρπός μέσα από το αίμα της γης: δύσκολα,
επίπονα, μα αληθινά. Η Μπάλιου δεν γράφει για να φανεί˙ γράφει
για να μην ξεχάσει. Κι ακόμα περισσότερο: για να μην ξεχάσουμε
εμείς. Δεν ποζάρει ως ποιήτρια – το απορρίπτει ρητά: «Κι αν θα σε
πούνε ποιητή / ζήτα συγγνώμη…». Δεν εκφωνεί, εξομολογείται. Δεν
κοσμεί τις λέξεις με στολίδια, αλλά τις σμιλεύει με μαχαίρι, όπως η
μητέρα της που «έσφιγγε τη ζωή και το θάνατο στα χέρια της σαν
μαχαίρι».
Η ποιήτρια κουβαλά το τραύμα όχι ως βάρος, αλλά ως ταυτότητα.
Δεν προσπαθεί να το θεραπεύσει – το υμνεί, το τιμά, το συνδέει με
τις σκιές του κόσμου, με τις γυναίκες που «σφάχτηκαν», με τους
ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να σωθούν. Και δεν γράφει ως
«καλλιτέχνης» αλλά ως θυγατέρα, ως φίλη, ως άνθρωπος που είδε
την αλήθεια να τρέμει στο χείλος του γκρεμού και την έπιασε με το
χέρι της.
Η Ελένη Μπάλιου, όπως την αποκαλύπτει το έργο της, είναι
άνθρωπος που γνωρίζει βαθιά τη θλίψη, αλλά δεν την αφήνει να την

διαφθείρει. Είναι εκείνη που, μέσα στον θρήνο, συνεχίζει να
αναζητά το δίκιο. Που υψώνει το ανάστημά της με τρυφερότητα.
Η μορφή της μητέρας διατρέχει το έργο σαν αρχέτυπο. Δεν είναι η
εικόνα της ιδανικής μητέρας της ρομαντικής φαντασίας. Είναι
εκείνη που παλεύει ανάμεσα σε εργασία και σιωπή, που πλένει τα
σεντόνια με τα χέρια, που νανουρίζει με μοιρολόγια. Στα «Κόκκινα
Φεγγάρια» δεν υπάρχει ίχνος συναισθηματικής εκμετάλλευσης·
υπάρχει ωμή αλήθεια, μια τρυφερότητα που πονά. Η μητέρα της
Μπάλιου είναι η γυναίκα του μόχθου, η σιωπηλή μάρτυρας, η
σύντροφος που σώζει τη ζωή του παιδιού από την απόγνωση,
δίνοντάς του το εισιτήριο της ελευθερίας.
Αυτή η μητέρα γίνεται σύμβολο του θηλυκού τραύματος και της
ανθεκτικότητας. Είναι η μήτρα της μνήμης και η πηγή της
υπαρξιακής πειθαρχίας. Είναι η Μήδεια χωρίς εκδίκηση, η Αντιγόνη
χωρίς θεία δικαίωση.


Η Μπάλιου δεν καλλωπίζει το τραύμα – το εκθέτει, το ανοίγει, το
τιμά. Το τραύμα δεν είναι αφορμή αλλά σύσταση. Είναι η ταυτότητα
της ποιήτριας, ο αγωγός μέσα από τον οποίο διοχετεύεται η
υπαρξιακή της αυθεντικότητα. Στον σπαραγμό της γυναίκας που
σφάχτηκε, στην ποίηση που δεν σώζει αλλά φωνάζει, αναδύεται το
διαχρονικό δίλημμα: γράφεις για να σωθείς ή γιατί δεν μπορείς να
σωπάσεις;
Και η Μπάλιου έχει αποφασίσει: γράφει για να επιζήσει η αλήθεια.
Όχι η δική της – η συλλογική.
Στην ποίηση της Μπάλιου, ο έρωτας δεν παρουσιάζεται
εξιδανικευμένος, αλλά βαθιά ριζωμένος στη μνήμη. Είναι συχνά
ένας απόντας, ένας φευγαλέος συνοδοιπόρος που χάνεται μέσα στον
χρόνο, αφήνοντας πίσω του αποτυπώματα στο χώμα της ύπαρξης. Η
μνήμη του έρωτα δεν είναι ρομαντική ανάμνηση αλλά σημείο
αναφοράς της απουσίας, της στέρησης, της επιθυμίας που δεν
εκπληρώθηκε ποτέ απόλυτα.
Η Μπάλιου αντιμετωπίζει τον έρωτα όπως αντιμετωπίζει τον
θάνατο: όχι με μελοδραματισμό, αλλά με ειλικρίνεια και
αξιοπρέπεια. Οι αγαπημένοι της ποιήτριας εμφανίζονται ως σκιές

φωτεινές και φευγαλέες, σαν σπουργίτια που επιστρέφουν για λίγο,
μόνο για να ξαναφύγουν. Είναι φαντάσματα που συνοδεύουν την
ψυχή σε στιγμές ευαλωτότητας, που θυμίζουν ότι η αγάπη, όπως και
η ποίηση, έχει την πικρή της διάρκεια μέσα στη σιωπή.
Ο έρωτας, όπως αναδύεται από τους στίχους της, είναι ταυτόχρονα
αίνιγμα και καταφυγή – κάτι που συνέβη, κάτι που θα μπορούσε να
έχει συμβεί, κάτι που ίσως ακόμη συμβαίνει σε έναν άχρονο, άυλο
τόπο.
Ποίηση, λοιπόν, ως υπαρξιακή μαρτυρία. Ως φωνή των σιωπηλών.
Ως πολιτική πράξη με τη ρίζα της στην ανθρώπινη ευθύνη.
Η σιωπή, στα «Κόκκινα Φεγγάρια», δεν παρουσιάζεται
μονοδιάστατα. Άλλοτε είναι ιερή, γεμάτη μνήμη και απόηχους, και
άλλοτε είναι ένοχη – σαν ηχώ συνενοχής που επιτρέπει την
επανάληψη του κακού. Η Μπάλιου, με την οξύτατη ηθική της
ευαισθησία, δεν συγχωρεί τη σιωπή όταν αυτή γίνεται υπεκφυγή.
Την ξεσκεπάζει και τη φέρνει στο φως, με την ίδια ευθύτητα που
φέρνει στο φως τον πόνο.
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη σιωπή. Η σιωπή της γυναίκας που δεν
μιλά αλλά φροντίζει. Η σιωπή της μάνας που δεν απολογείται, αλλά
θρηνεί. Η σιωπή του ανθρώπου που δεν έχει πια λέξεις – γιατί το
τραύμα έχει γίνει εσωτερική προσευχή. Αυτή η σιωπή είναι
αξιοπρέπεια. Είναι το άλλο όνομα της υπομονής και της αγάπης.
Η ποιήτρια, λοιπόν, δεν αρνείται τη σιωπή – την αξιολογεί. Την
εξετάζει ως φαινόμενο, ως στάση, ως επιλογή. Μας καλεί να
αναρωτηθούμε: πότε σιωπώ από φόβο και πότε από σοφία; Πότε
από δειλία και πότε από αγάπη; Και τελικά, μας οδηγεί εκεί όπου η
σιωπή δεν είναι πια απουσία, αλλά τρόπος να κρατηθεί ζωντανό το
αόρατο.
Στο έργο της Ελένης Μπάλιου, η λύτρωση δεν έρχεται από
υπερβατικές αποκαλύψεις ή λυτρωτικές εκρήξεις συναισθημάτων.
Έρχεται μέσα από το βίωμα της ενσυναίσθησης – της βαθιάς και
αυθεντικής σύνδεσης με τον άλλον άνθρωπο. Οι ήρωες των
ποιημάτων της δεν σώζονται μόνοι τους. Σώζονται μέσα από τη
μνήμη, την αποδοχή, την κοινή θλίψη.

Η ποιήτρια πιστεύει στην ανθρώπινη κοινότητα όχι ως σύνολο
προσώπων αλλά ως κοινότητα ευθύνης. Η φωνή του ενός γίνεται
ψίθυρος του άλλου· το δάκρυ του άλλου γίνεται καθρέφτης της
δικής σου πληγής. Αυτή η εναλλαγή ρόλων –θύτη, θύματος,
μάρτυρα, σιωπηλού– συνιστά την ουσία της ποιητικής της Μπάλιου.
Μέσα από αυτήν την αλληλεγγύη του τραύματος, γεννιέται η
δυνατότητα της λύτρωσης. Όχι ως κάθαρση ή τιμωρία, αλλά ως
βαθιά κατανόηση. Ως πράξη αγάπης απέναντι στην ανθρώπινη
συνθήκη.
Κι έτσι, η ποίηση της Ελένης Μπάλιου καταλήγει να είναι κάτι
περισσότερο από λογοτεχνία: γίνεται ανθρωπολογική πράξη. Μια
ήσυχη, γενναία υπενθύμιση ότι ο κόσμος αλλάζει μόνο όταν οι
άνθρωποι αποφασίσουν να νιώσουν ο ένας τον άλλον.
Ο τίτλος του έργου δεν είναι τυχαίος: «Τα Κόκκινα Φεγγάρια»
συγκεντρώνουν πάνω τους μια ολόκληρη μεταφυσική, έναν
συμβολισμό υπαρξιακό, ιστορικό και σχεδόν μυστηριακό. Το
φεγγάρι στους στίχους της Μπάλιου δεν είναι ποτέ διακοσμητικό.
Είναι φορέας συναισθήματος, παρηγοριάς, αλλά και μαρτυρίας.
Συχνά αποκτά χρώμα – κόκκινο – υποδηλώνοντας το αίμα, την
απώλεια, το γυναικείο τραύμα, την καταγωγή της θλίψης.
Το φεγγάρι συνομιλεί με τον χρόνο. Είναι το σύμβολο του
παρελθόντος που επιστρέφει, του κύκλου που δεν κλείνει. Είναι μια
μορφή θηλυκής παρουσίας στον ουρανό, που αντί να φωτίζει,
υπενθυμίζει. Σε αρκετά ποιήματα, λειτουργεί ως παρατηρητής, ως
σύντροφος της νύχτας, αλλά και ως τελευταίος μάρτυρας ενός
εγκλήματος που δεν ξεχάστηκε ποτέ.
Το φεγγάρι δεν θεραπεύει, αλλά φωτίζει. Δεν προσφέρει λύσεις,
αλλά φανερώνει τα ρήγματα. Είναι μια οντότητα σχεδόν
θρησκευτική, που αποκαλύπτει χωρίς να μιλά. Κι έτσι, η Μπάλιου
χτίζει μια κοσμοθεωρία όπου η ποίηση κοιτά τον ουρανό όχι για να
ζητήσει εξηγήσεις, αλλά για να συνομιλήσει με την ύπαρξη – εκεί
που η μοίρα δεν διατυπώνεται, αλλά απλώς φωτίζεται για λίγο.
Το έργο «Τα Κόκκινα Φεγγάρια» είναι κάτι περισσότερο από μια
ποιητική συλλογή. Είναι ένας καθρέφτης της συνείδησης, μια

μαρτυρία ζωής, και ταυτόχρονα ένα κάλεσμα προς όλους μας: να
θυμηθούμε, να νιώσουμε, να σταθούμε ο ένας πλάι στον άλλον.
Μέσα από τους στίχους της, η Ελένη Μπάλιου στέκεται με τόλμη
απέναντι στον κόσμο, όχι για να τον καταγγείλει απλώς, αλλά για να
τον ξαναπλάσει μέσα από την ηθική δύναμη της ποίησης.
Η θέση της στο σύγχρονο ποιητικό τοπίο είναι εκείνη της φωνής που
επιμένει να σκάβει βαθιά· όχι για να αποδείξει, αλλά για να
συναισθανθεί. Αντιπροσωπεύει μια ποίηση που δεν είναι προνόμιο
των λίγων, αλλά ευθύνη όλων. Που δεν γράφεται για να ακουστεί,
αλλά για να ακουμπήσει.
Η Μπάλιου, μέσα από το έργο της, αποκαθιστά το πρόσωπο του
ποιητή ως διαμεσολαβητή της συλλογικής μας ψυχής. Και «Τα
Κόκκινα Φεγγάρια», με τη δύναμη της απλότητάς τους και τη
γνησιότητα της θλίψης τους, θα παραμείνουν ένα φως στα μάτια
εκείνων που συνεχίζουν να πιστεύουν πως η ποίηση μπορεί να είναι
πράξη αγάπης και αλλαγής.

Παναγιώτα Μπλέτα – Συγγραφέας/Διανοήτρια

6.6.2025