Πολλές φορές, η δημιουργία στην τέχνη ενεργοποιείται από την επανένωση μας με το χαμένο κομμάτι του εαυτού μας, εκεί όπου η ψυχή μαθαίνει να ισορροπεί ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.
Σ’ αυτήν ακριβώς τη γόνιμη, μεταφυσική περιοχή κινείται ο Γιώργος Μανιατάκης με την ποιητική του συλλογή «Αναζητώντας τον Μύθο της Περσεφόνης», όπου ο ποιητής μεταφέρει τα τοπία του κόσμου στον καμβά της ψυχής του. Με τα χρώματα της παλέτας του δίνει μορφή στο άρρητο, στο βαθύτερο, στο καλά κρυμμένο τραύμα που δίνει νόημα στην ύπαρξη μας.
Η ποιητική συλλογή είναι ένας διάλογος ανάμεσα στην αναγέννηση και το θάνατο, ανάμεσα στον πάνω και στον κάτω κόσμο. Ο Μανιατάκης δεν αναζητά την Περσεφόνη του Ομήρου ή του Ησιόδου· αναζητά τη δική του Περσεφόνη, που κατεβαίνει στον Αχέροντα, αναμετριέται με τους μπράβους του Άδη, με τα τελώνια, με τις επιθυμίες και τους φόβους της— για να επιστρέψει, στο τέλος, αναγεννημένη, έτοιμη να δημιουργήσει τη δική της Άνοιξη μες στο Χειμώνα.
Η Περσεφόνη εδώ είναι το σύμβολο της αέναης πάλης του ανθρώπου με την φθορά του.
Η ποίηση του Μανιατάκη είναι θεατρική και εικαστική συνάμα· περπατάει πάνω στη σκηνή ισορροπώντας ανάμεσα στο κακό και το καλό, μιλάει στην όρασή μας σαν ζωντανός ζωγραφικός πίνακας που αποπνέει συναισθήματα μέσα από τη σιωπή. Οι στίχοι του μοιάζουν με πινελιές από πινέλα βουτηγμένα στη μνήμη του, που άλλοτε απαλά κι άλλοτε βίαια, αποτυπώνουν εικόνες αρχέγονες, βαθιά συναισθηματικές.
Μέσα από το ποιητικό του βλέμμα, η καθημερινότητα γίνεται ιερή.
Η Θάλασσα, ο Ήλιος, ο Καθρέφτης, η Μητέρα, το Παιδί, η Περσεφόνη, η Άνοια, η Άνοιξη, η Οθόνη, η Αγάπη, τα Όνειρα, τα Φιλιά, το Ταξίδι, οι Σεβιλιάνικοι χοροί, η Φωνή, η Αδιαφορία και η Σιωπή αποτελούν στάσεις ενός σουρεάλ οδοιπορικού του ποιητή.
Οδηγός ο δημιουργός και συνοδηγός ο αναγνώστης στο όχημα της ποίησης επιχειρούν μαζί ψυχικές αναβάσεις, στην κορυφή του βουνού, εκεί που η μοίρα μονομαχεί με την εσωτερική μας δύναμη κι ο φόβος αποδυναμώνεται στην προοπτική της λύτρωσης.
Στο ποίημα «Ωδή στην Άνοια» ο λόγος γίνεται προσευχή για τη μνήμη που χάνεται, για τη μάνα που εξαϋλώνεται, για τον πόνο που υπερβαίνει τις λέξεις.
Στο ποίημα «Βάλε ένα ποτήρι με αγάπη» ο ποιητής σαρκάζει τη μοναξιά, ζητώντας «ένα ποτήρι γεμάτο με αγάπη» από έναν κόσμο που ξέμαθε να αγαπά.
Στο ποίημα «Με την πένα και τον χρωστήρα» συνοψίζεται όλη του η φιλοσοφία: η τέχνη για τον ποιητή είναι ο τρόπος να ζει δύο ζωές· μία με το χρώμα, και μία με τις λέξεις.
Η γλώσσα του είναι ανθρωποκεντρική, καθαρή, συγκινητικά απλή, χωρίς να χάνει την εσωτερική της μεγαλοπρέπεια. Στους στίχους του διακρίνουμε σεμνότητα, ταπεινότητα — το ήθος ενός δημιουργού που δεν γράφει για να εντυπωσιάσει, αλλά για να συν-κινήσει.

Ο Μανιατάκης είναι ένας ταξιδιώτης, ένας εικαστικός των λέξεων, ένας ανατόμος της ψυχής.
Κάθε ποίημα του φέρει την αγωνία του ανθρώπου που αναζητά νόημα σε έναν κόσμο που παρακμάζει. Η τέχνη του μετατρέπει τις πληγές του σε πλοηγούς ζωής.
Η «άνοια» γίνεται αλληγορία του πολιτισμού που ξεχνά τη ρίζα του.
Η «σιωπή» γίνεται κραυγή του ανθρώπου που ζει μέσα σε έναν θορυβώδη αλλά εσωτερικά άδειο κόσμο.
Ο «Αχέροντας» δεν είναι το ποτάμι των νεκρών, αλλά ο ποταμός της ανθρώπινης συνείδησης, όπου ο άνθρωπος καλείται να βουτήξει για να ξαναβρεί την ψυχή του.
Η ποιητική συλλογή τελειώνει με έναν υπαινιγμό ελπίδας.
Η Περσεφόνη επιτέλους ξυπνά, η γη επιτέλους πρασινίζει κι ο ποιητής μας ζητά να επιστρέψουμε στο φως.
Είναι η ανάγκη που διαπερνά όλο το έργο: να ανθίσει η Άνοιξη μες στο Χειμώνα της ψυχής· να αναστηθεί η Αγάπη μέσα στην Παρακμή· να ξαναγεννηθεί ο Ψυχή μέσα από τη σιωπή.
Είναι το τραγούδι του ανθρώπου που κουβαλά το φως του ήλιου και τη σκιά του Άδη μαζί· και δεν αρνείται ούτε το ένα ούτε το άλλο, γιατί τα συμφιλιώνει με την αλήθεια της ύπαρξης του.
Σ’ αυτή τη συμφιλίωση κρύβεται όλη η σοφία του έργου του ποιητή: πως για να αγαπήσουμε αληθινά, πρέπει πρώτα να περπατήσουμε παρέα με τη ζωή και τις ανατροπές της· πως για να δούμε το φως θα πρέπει να κρατάμε σφιχτά στην αγκαλιά μας τη σκιά μας.
Γιατί, ακριβώς εκεί, στις ήττες, στα λυγίσματα, γεννιέται η αυτόφωτη ζωή — εκεί που ο άνθρωπος απογυμνώνεται από καθετί περιττό.
Η ποίηση του Μανιατάκη δεν είναι ένα παιχνίδι των λέξεων, αλλά υπαρξιακή λειτουργία σε έναν ναό εξαγνισμού. Ο λόγος του παίζει το ρόλο του λυτρωτή, καθώς βουτάει την πένα του στο αίμα της ψυχής του για να γράψει. Κάθε του λέξη κουβαλά την αλήθεια ενός ανθρώπου που έχει δει, έχει πονέσει, έχει ταξιδέψει μέσα και έξω από τον εαυτό του.
Πρέπει να τονίσω επίσης, ότι ο Μανιατάκης ανήκει σε εκείνη τη σπάνια κατηγορία δημιουργών που ενώνουν μαγικά τις τέχνες μεταξύ τους, χωρίς να υποτάσσουν τη μία στην άλλη.
Η ζωγραφική, η ποίηση, το τραγούδι, η θεατρικότητα — όλα συνυπάρχουν στο έργο του ως εκφάνσεις μιας ενιαίας διαπνευματικότητας, μιας ασίγαστης επιθυμίας: να γεφυρώσει το χάσμα του ανθρώπου με το μυστήριο της ζωής. Έχοντας αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στη δημιουργία, επιχειρεί, σ’ αυτή την ποιητική συλλογή, ένα ολιστικό ταξίδι στον εαυτό του και τον κόσμο. Ακόμη και ο τίτλος δεν είναι απλώς μια μυθολογική αναφορά· είναι μια υπαρξιακή εξομολόγηση.
Παντρεύοντας τη μουσικότητα της καθημερινής γλώσσας με την αυστηρότητα της φιλοσοφικής σκέψης, δημιουργεί ποιήματα στιγμιότυπα του ανθρώπινου δράματος, αλλά και μικρές προσευχές προς την ομορφιά που κρύβεται από κάτω, την ομορφιά της συνείδησης, της κάθαρσης, της προετοιμασίας για την αγάπη.

Η ποίηση του Γιώργου Μανιατάκη είναι ιεροπραξία, μια μορφή καθαρμού μέσα από τον λόγο και δεν ανήκει μόνο στην τέχνη· ανήκει στην αναγκαιότητα της εποχής μας.
Μέσα στον κόσμο της ταχύτητας και της σιωπηλής αποξένωσης, η φωνή του ποιητή αντηχεί ως προειδοποίηση: πως χωρίς ψυχή, ο άνθρωπος δεν έχει μέλλον· πως χωρίς επιστροφή στα θεμέλιά του, δεν του χαρίζεται η ανάσταση.
Η Περσεφόνη του Μανιατάκη είναι η ανθρώπινη συνείδηση που ξαναβγαίνει στο φως· είναι το όραμα που επιμένει να ανθίζει μέσα στις στάχτες του πολιτισμού μας· είναι το κάλεσμα προς όλους μας να θυμηθούμε ότι δεν είμαστε απλώς ύλη, αλλά αδελφές ψυχές σε ένα διαρκές, αέναο ταξίδι.
Ο ποιητής κατεβαίνει στον Άδη, ως λογοτεχνικός θεός, για να φέρει πίσω το φως της Ανάστασης, το μήνυμα της αναγέννησης σαν προσευχή και πρόσκληση μαζί.
Μας καλεί να γυρίσουμε το βλέμμα μέσα μας και να θυμηθούμε το αιώνιο φως που κουβαλάμε όλοι.
Γιατί, όπως μας ψιθυρίζει μέσα από τις σελίδες του:
«Η Περσεφόνη θα ξυπνήσει, η γη θα πρασινίσει,
και ο άνθρωπος — αν το θελήσει —
θα ξαναβρεί το φως που δεν πεθαίνει ποτέ.»
Παναγιώτα Μπλέτα – Συγγραφέας, Διανοήτρια
19.11.2025






