«Αυτό που κάνει τη φωτογραφία μια παράξενη εφεύρεση είναι ότι οι πρώτες ύλες της είναι φως και χρόνος». Με τα λόγια του σπουδαίου λογοτέχνη, κριτικού και ζωγράφου Τζον Μπέργκερ, άνοιξε ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Νικήτας Κακλαμάνης κατά τα χθεσινά εγκαίνια της φωτογραφικής έκθεσης «Ελληνικές αρχαιότητες του Λούβρου – με το μάτι του επισκέπτη».
Τα φωτογραφικά τεκμήρια, τα οποία εκτίθενται στον χώρο του Καπνεργοστασίου, έχουν απαθανατιστεί από τους φακούς του κ.κ. Δημήτρη Μάρδα και του Φρανσουά Μπανζ (François Bange), οι οποίοι αφιέρωσαν το φωτογραφικό τους βλέμμα στις ελληνικές αρχαιότητες που βρίσκονται στο Μουσείο του Λούβρου.
Ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Ν. Κακλαμάνης, αρχικά, μίλησε για την αφετηρία του φωτογραφικού αυτού εγχειρήματος. Ειδικότερα, περιέγραψε ότι το 1980 ο κ. Δημήτρης Μάρδας –τότε φοιτητής και πολύ πριν διαπρέψει ως καθηγητής Οικονομικών και θητεύσει ως υπουργός– μαζί με τον συνεργάτη του, διδάκτορα αρχαιολογίας, Φρανσουά Μπανζ, φωτογράφισαν όλα τα ελληνικά εκθέματα του μουσείου, έπειτα από ειδική άδεια. Το έργο αυτό διήρκεσε τέσσερις μήνες εντατικής δουλειάς με αμέτρητες λήψεις, από τις οποίες εκτίθενται σήμερα εκατό.
Εστιάζοντας στο καλλιτεχνικό όραμα του εγχειρήματος, ο κ. Ν. Κακλαμάνης σημείωσε ότι «οι δύο δημιουργοί επένδυσαν πιστά στον οπτικό ρεαλισμό, όπως αυτός υπαγορεύεται από τις φυσικές φωτοσκιάσεις. Και αυτό γιατί ήθελαν να μεταφέρουν τη γνήσια συγκίνηση του επισκέπτη, που προσεγγίζει ευλαβικά τα ελληνικά εκθέματα του Λούβρου.»
Ο κ. Ν. Κακλαμάνης, εκτός από τους δημιουργούς, αναφέρθηκε και στους υπόλοιπους πρωταγωνιστές της βραδιάς: «Σε αυτούς θέλω να προσθέσω και το δικό μας “παιδί”, τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, που προίκισε την έκθεση με τη δική της πολύτιμη συμβολή: πρόκειται για 27 σπάνιες εκδόσεις, με περίτεχνα χαρακτικά και εικονογραφικό υλικό από τον 16ο αιώνα έως σήμερα. Μέσα από αυτές πιστοποιείται και ενδυναμώνεται ο δημιουργικός διάλογος ανάμεσα στον ελληνικό πολιτισμό και στην ευρωπαϊκή λόγια παράδοση, όπως αυτός ξετυλίγεται στον κύριο κορμό της φωτογραφικής έκθεσης.»
Ακολούθως, ο Πρόεδρος της Βουλής, προχώρησε σε έναν σχολιασμό, με αφορμή το πρόσφατο συμβάν στο Βρετανικό Μουσείο, υπογραμμίζοντας ότι: «Τα ελληνικά εκθέματα ανά τον κόσμο είναι επί της ουσίας “μετανάστες”. Μετανάστες από αρπαγές, από οικονομικές ή πολιτικές συναλλαγές και από δικά μας λάθη του παρελθόντος.»
Ωστόσο, αναγνώρισε ότι: «Το Λούβρο -εδώ και παραπάνω από 2 αιώνες- φιλοξενεί αυτά τα “ορφανά” με σεβασμό, σε μια από τις ωραιότερες, παλαιότερες και πιο ολοκληρωμένες συλλογές αρχαίας ελληνικής τέχνης. Παρά τις όποιες δυσκολίες, η Αφροδίτη της Μήλου, η Νίκη τής Σαμοθράκης, ο Ινωπός της Δήλου, η Κόρη της Σάμου, οι Ταναγραίες τής Βοιωτίας, οι πεσσοί της Θεσσαλονίκης, τα ταφικά κτερίσματα της Μακεδονίας και οι Εργαστίνες της θεάς Αθηνάς από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, αντιμετωπίζονται με τον προσήκοντα θαυμασμό και εκτίμηση. Και αυτό είναι για εμάς τους Έλληνες μια παρηγοριά που γλυκαίνει την πικρία τής απουσίας τους…»
Η έκθεση, αποτελεί προϊόν συνεργασίας της Βουλής των Ελλήνων με τη στήριξη της Φιλοπτώχου Αδελφότητας Ανδρών Θεσσαλονίκης και τελεί υπό την αιγίδα της Γαλλικής Πρεσβείας.
4.11.2025





